κλοτοπευω

κλοτοπευω
    κλοτοπεύω
    терять время на пустые слова
    

οὐ χρέ κ. Hom. — незачем говорить впустую


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κλοτοπευω" в других словарях:

  • κλοτοπεύω — deal subtly pres subj act 1st sg κλοτοπεύω deal subtly pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοτοπεύω — (Α) 1. χρονοτριβώ, χάνω τον καιρό μου («οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν ἐνθάδ ἐόντας οὐδὲ διατρίβειν», Ομ. Ιλ.) 2. μένω άπρακτος προβάλλοντας ψεύτικες ή δόλιες προφάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να προέρχεται από συμφυρμό τών κλοπή και τόπος] …   Dictionary of Greek

  • κλοτοπεύειν — κλοτοπεύω deal subtly pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπεύω — (Α) [κλοπεύς] 1. κλέβω 2. κλοτοπεύω* …   Dictionary of Greek

  • κλοτοπευτής — κλοτοπευτής, ὁ (Α) [κλοτοπεύω] (κατά τον Ησύχ.) «ἐξαλλάκτης, ἀλαζών» …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»